- ἀμφιβάλλεται
- ἀμφιβάλλωthrowpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύφατος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, διαβόητος 2. έξοχος, εξαίρετος («ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φατός (< φημί), πρβλ. θεό φατος] … Dictionary of Greek
ԵՐԿԲԱՅԱՆԱՄ — (ացայ, ցեալ.) NBH 1 0691 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 12c չ. ἁμφιβάλλω dubito Յերկբայս լինել. յերկուանալ. տարակուսիլ. երկմտիլ. ... *Ոչ բնաւ երկբայանալ ի հանդերձեալ յուսոյն. Սարգ. յկ. ՟Բ: *Եթէ միայն կամեսցիս, փրկութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)